Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Τράπεζες σε ξένα χέρια

Το 1994 το Μεξικό γνώρισε την επονομαζόμενη "κρίση της τεκίλα". Ήταν η δεύτερη δομική κρίση της χώρας, μετά από αυτήν του 1982, και εξίσου βαθιά. Η βασική αιτία και των δύο ήταν η χρηματοπιστωτική απελευθέρωση των προηγούμενων χρόνων. Η άρση των περιορισμών στις τράπεζες έφερε υπερδιόγκωση της πίστωσης, άρα συνέβαλε σε μεγάλο έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές, δημοσιονομικό έλλειμμα, συσσώρευση χρέους και τελικά κατάρρευση της ισοτιμίας του πέσο.

Η "θεραπεία" σχεδιάστηκε από το ΔΝΤ, φυσικά σε αγαστή σύμπνοια με την Ουάσινγκτον. Γιατί, όπως λέει και το απόφθεγμα που αποδίδεται στον Πορφίριο Ντίαζ, "το Μεξικό είναι πολύ μακριά από τον θεό, αλλά πολύ κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες". Εφαρμόστηκε το γνωστό πακέτο – λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση αγορών - με τα γνωστά αποτελέσματα – ύφεση, ανεργία, και δυστοκία στην ανάπτυξη.


Η "κρίση της τεκίλα" ήταν μια κλασική περίπτωση αποτυχημένης χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, αλλά με μια λεπτομέρεια άκρως διδακτική για την Ελλάδα. Το πρόγραμμα ‘θεραπείας’ κατέληξε σε απώλεια εθνικού ελέγχου επί των τραπεζών. Το 1995 οι χρεοκοπημένες μεξικανικές τράπεζες πέρασαν στα χέρια επιθετικών τραπεζών από την Ισπανία, τις ΗΠΑ και αλλού. Ήταν η εποχή που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται οι θεωρίες για τα θετικά αποτελέσματα που υποτίθεται ότι θα είχαν οι ξένες τράπεζες στις αναπτυσσόμενες χώρες γιατί θα απέφευγαν τα θαλασσοδάνεια και θα τόνωναν τις επενδύσεις.

Το Μεξικό δοκίμασε την πραγματικότητα από πρώτο χέρι. Στην πράξη οι ξένες τράπεζες έριξαν το βάρος στις καταναλωτικές πιστώσεις και γενικά μακριά από την παραγωγή. Δεν υπάρχει τίποτε περίεργο σ’ αυτό. Ο δανεισμός για παραγωγικές δραστηριότητες απαιτεί γνώση των συνθηκών του παραγωγικού ιστού, οι οποίες έχουν συγκεκριμένο εθνικό και τοπικό χαρακτήρα. Οι ξένες τράπεζες συνήθως δεν έχουν την ειδική γνώση που απαιτείται και άρα προτιμούν να δανείσουν για άλλους σκοπούς. Χωρίς εθνική ιδιοκτησία επί των τραπεζών, το Μεξικό γνώρισε παντελώς αδιάφορη αναπτυξιακή πορεία τα χρόνια που ακολούθησαν, με ελάχιστη δυναμική και πολύ έντονες ανισότητες.

Η ελληνική κρίση έχει βέβαια μεγάλες διαφορές με αυτήν της ‘τεκίλα’. Αλλά στην ουσία παραμένει μια κρίση που συνδυάζει τεράστια εξωτερικά ελλείμματα, υπερχρέωση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και δημοσιονομικά ελλείμματα. Μόνο που η Ελλάδα ανήκει στην ΟΝΕ και άρα η αναταραχή δε μπορεί να εμφανιστεί ως κρίση ισοτιμίας, όπως θα συνέβαινε υπό φυσιολογικές συνθήκες. Αντιμέτωπη με ύφεση, ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση των αγορών, η οικονομία συντρίβεται, χωρίς να υπάρχει ισοτιμία που θα μπορούσε να πέσει και να απορροφήσει μέρος της πίεσης, όπως συνέβη στο Μεξικό.

Αναπόφευκτα λοιπόν καταρρέει το τραπεζικό σύστημα. Ο κύριος λόγος είναι το PSI, το οποίο μεταβίβασε τεράστιες ζημίες στις ελληνικές τράπεζες και τελικά στις πλάτες του ελληνικού λαού, αλλά βέβαια και η βαθύτατη ύφεση που δημιουργεί πολύ μεγάλες επισφάλειες. Η ανακεφαλαιοποίηση δεν προχωρεί ομαλά, αφού οι ιδιώτες θα αντιμετωπίσουν μεγάλες ζημίες αν παράσχουν τα επιπλέον κεφάλαια.

Η συγχώνευση της Εθνικής με τη Eurobank, δεν λύνει το πρόβλημα αφού και οι δύο έχουν αρνητική καθαρή θέση στους ισολογισμούς τους. Επιπλέον η συγχώνευση θα δημιουργούσε μια υπερ-τράπεζα πολύ επικίνδυνη για την οικονομία συνολικά. Παρακάμπτοντας την ελληνική κυβέρνηση, η Τρόικα τις οδηγεί στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Τουλάχιστον η Εθνική κινδυνεύει να βρεθεί σύντομα σε ξένα χέρια.

Η μεταβίβαση των τραπεζών, ιδίως της Εθνικής, σε ξένους θα συμβάλλει στην απόλυτη περιθωριοποίηση της Ελλάδας. Μετά την τεράστια σωρευτική συρρίκνωση των τελευταίων τριών χρόνων, δεν θα υπάρχει καν η δυνατότητα να τονωθεί ο παραγωγικός ιστός μέσω του πιστωτικού συστήματος. Με τις τράπεζες σε ξένα χέρια, οι ρυθμοί ανάπτυξης προοιωνίζονται ακόμη χειρότεροι. Η "παράταξη του ευρώ", που έχει ήδη προκαλέσει ιστορική ζημία στη χώρα, απειλεί να ολοκληρώσει την καταστροφή.


Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 14 Απριλίου 2013